δικαιούχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | δικαιούχος | οι | δικαιούχοι |
| γενική | του/της | δικαιούχου | των | δικαιούχων |
| αιτιατική | τον/τη | δικαιούχο | τους/τις | δικαιούχους |
| κλητική | δικαιούχε | δικαιούχοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δικαιούχος < δίκαι(ον) + -ούχος, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική ayant droit. Διαφορετική η ελληνιστική λέξη δικαιοῦχος (που στηρίζει τη δικαιοσύνη)[1]
Μεταφράσεις
δικαιούχος
|
Αναφορές
- δικαιούχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.