συστατικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συστατικό τα συστατικά
      γενική του συστατικού των συστατικών
    αιτιατική το συστατικό τα συστατικά
     κλητική συστατικό συστατικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συστατικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου συστατικός < αρχαία ελληνική συστατικός < συνίστημι < σύν + ἵστημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stísteh₂- < *steh₂- (ἵστημι)

Ουσιαστικό

συστατικό ουδέτερο

  1. στοιχείο ενός συνόλου
  2. υλικό το οποίο περιέχεται σε ένα σώμα ή χρησιμοποιήθηκε στην παρασκευή του

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

συστατικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.