θαλασσοκρατία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θαλασσοκρατία οι θαλασσοκρατίες
      γενική της θαλασσοκρατίας των θαλασσοκρατιών
    αιτιατική τη θαλασσοκρατία τις θαλασσοκρατίες
     κλητική θαλασσοκρατία θαλασσοκρατίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θαλασσοκρατία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θαλασσοκρατία[1] < αρχαία ελληνική θαλασσοκρατέω. Συγχρονικά αναλύεται σε θαλασσο- + -κρατία

Προφορά

ΔΦΑ : /θa.la.so.kɾaˈti.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θαλασσοκρατία

Ουσιαστικό

θαλασσοκρατία θηλυκό

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις θάλασσα και κρατώ

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.