θαλασσοκρατία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θαλασσοκρατία | οι | θαλασσοκρατίες |
| γενική | της | θαλασσοκρατίας | των | θαλασσοκρατιών |
| αιτιατική | τη | θαλασσοκρατία | τις | θαλασσοκρατίες |
| κλητική | θαλασσοκρατία | θαλασσοκρατίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θαλασσοκρατία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θαλασσοκρατία[1] < αρχαία ελληνική θαλασσοκρατέω. Συγχρονικά αναλύεται σε θαλασσο- + -κρατία
Προφορά
- ΔΦΑ : /θa.la.so.kɾaˈti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θα‐λασ‐σο‐κρα‐τί‐α
Ουσιαστικό
θαλασσοκρατία θηλυκό
Αναφορές
- θαλασσοκρατία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.