-αρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -αρία οι -αρίες
      γενική της -αρίας των -αριών
    αιτιατική τη(ν) -αρία τις -αρίες
     κλητική -αρία -αρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-αρία < (άμεσο δάνειο) βενετική -aria

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρία

Επίθημα

-αρία ουδέτερο

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -αρία στο Βικιλεξικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.