λετσαρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λετσαρία οι λετσαρίες
      γενική της λετσαρίας των λετσαριών
    αιτιατική τη λετσαρία τις λετσαρίες
     κλητική λετσαρία λετσαρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λετσαρία < λέτσ(ος) + -αρία

Ουσιαστικό

λετσαρία θηλυκό

  1. η ιδιότητα ή η κατάσταση του λέτσου
  2. μια ομάδα ή ένα σύνολο λέτσων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.