τζαμαρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τζαμαρία | οι | τζαμαρίες |
| γενική | της | τζαμαρίας | των | τζαμαριών |
| αιτιατική | την | τζαμαρία | τις | τζαμαρίες |
| κλητική | τζαμαρία | τζαμαρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /d͡zamaˈɾia/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τζα‐μα‐ρί‐α
Ουσιαστικό
τζαμαρία θηλυκό
- σύνολο τζαμιών σχετικά μεγάλης επιφάνειας που οριοθετεί έναν χώρο ή / και τον διαχωρίζει, τον προστατεύει, τον διακοσμεί κ.λπ.
- (συνεκδοχικά) ο χώρος τον οποίο περιβάλλουν τζαμαρίες
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη τζάμι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.