-ερία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -ερία οι -ερίες
      γενική της -ερίας των -εριών
    αιτιατική τη(ν) -ερία τις -ερίες
     κλητική -ερία -ερίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-ερία < (λόγιο δάνειο) ιταλική -eria[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρία

Επίθημα

-ερία θηλυκό

  • (σπάνιο) άλλη μορφή του -ερί
    σπαγγετερία, τσαγερία

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ερία στο Βικιλεξικό

Αναφορές

Πηγές

  • -ερία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.