αληταρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αληταρία οι αληταρίες
      γενική της αληταρίας
    αιτιατική την αληταρία τις αληταρίες
     κλητική αληταρία αληταρίες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αληταρία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

αληταρία θηλυκό

  1. η ιδιότητα ατόμων (συνήθως περισσοτέρων του ενός) να συμπεριφέρονται ως αλήτες συχνά, να έχουν μόνιμη αυτή την ιδιότητα, ιδιότητα ενός είδους συντροφιάς και συμπεριφοράς
    Μην τους δίνεις σημασία παιδί μου, αυτοί είναι αληταρία

  • αληταριό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.