πιτσαρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πιτσαρία | οι | πιτσαρίες |
| γενική | της | πιτσαρίας | των | πιτσαριών |
| αιτιατική | την | πιτσαρία | τις | πιτσαρίες |
| κλητική | πιτσαρία | πιτσαρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πίτσα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.