μπασκλασαρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπασκλασαρία οι μπασκλασαρίες
      γενική της μπασκλασαρίας των (μπασκλασαριών)
    αιτιατική την μπασκλασαρία τις μπασκλασαρίες
     κλητική μπασκλασαρία μπασκλασαρίες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπασκλασαρία < μπας κλας / μπασκλάς + -αρία

Προφορά

ΔΦΑ : /ba.skla.saˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπασκλασαρία

Ουσιαστικό

μπασκλασαρία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.