-ίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο -ίτης οι -ίτες
      γενική του -ίτη των -ιτών
    αιτιατική τον -ίτη τους -ίτες
     κλητική -ίτη -ίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-ίτης < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -ίτης[1]
για ξενόγλωσσους όρους < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική -ite ή γερμανική -it < αρχαία ελληνική -ίτης

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈi.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: της

Επίθημα

-ίτης αρσενικό

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ίτης στο Βικιλεξικό

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

-ίτης < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -ίτης

Επίθημα

-ίτης αρσενικό

  • επίθημα για το σχηματισμό αρσενικών ουσιαστικών που
    1. δηλώνουν ότι το πρόσωπο έχει τα χαρακτηριστικά ή προέρχεται από την πρωτότυπη λέξη
      ἀκρίτης
      ἐξωχωρίτης
    2. είναι κατάληξη για πατριδωνυμικά ονόματα
      Βαβυλωνίτης
    3. αρσενικά με αλλαγή γένους από θηλυκά
      ἀρθρίτης (θηλυκό ἀρθρῖτις)

  • Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -ίτης στο Βικιλεξικό



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

-ίτης < λείπει η ετυμολογία

Επίθημα

-ίτης αρσενικό

  • επίθημα για το σχηματισμό αρσενικών ουσιαστικών που
    1. δηλώνουν ότι το πρόσωπο έχει τα χαρακτηριστικά ή προέρχεται από την πρωτότυπη λέξη
      όπλον > ὁπλίτης
    2. είναι κατάληξη για πατριδωνυμικά ονόματα
      Αὐλωνίτης
    3. είναι κατάληξη για πατρωνυμικά ονόματα, δηλώνοντας καταγωγή
      Βενιαμίτης

  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ίτης στο Βικιλεξικό
  • Λέξεις -ίτης @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.