Μακεδονίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Μακεδονίτης | οι | Μακεδονίτες |
| γενική | του | Μακεδονίτη | των | Μακεδονιτών |
| αιτιατική | τον | Μακεδονίτη | τους | Μακεδονίτες |
| κλητική | Μακεδονίτη | Μακεδονίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Μακεδονίτης < Μακεδονί(α) + -ίτης
Κύριο όνομα
Μακεδονίτης αρσενικό (θηλυκό Μακεδονίτισσα)
Μεταφράσεις
Μακεδονίτης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.