Μακεδονίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μακεδονίτης οι Μακεδονίτες
      γενική του Μακεδονίτη των Μακεδονιτών
    αιτιατική τον Μακεδονίτη τους Μακεδονίτες
     κλητική Μακεδονίτη Μακεδονίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μακεδονίτης < Μακεδονί(α) + -ίτης

Κύριο όνομα

Μακεδονίτης αρσενικό (θηλυκό Μακεδονίτισσα)

  • (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται ή ζει στη Μακεδονία, ο Μακεδόνας
      Οι Κοζανίτες έχουν παράδοση στα ανέκδοτα ... Είναι Μακεδονίτες και Πόντιοι και αυτό σημαίνει πλούσιο μείγμα προφορικής παράδοσης. (από την εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 9 Απριλίου 2010)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.