ὁπλίτης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ὁπλῑτα-
ονομαστική ὁπλίτης οἱ ὁπλῖται
      γενική τοῦ ὁπλίτου τῶν ὁπλιτῶν
      δοτική τῷ ὁπλίτ τοῖς ὁπλίταις
    αιτιατική τὸν ὁπλίτην τοὺς ὁπλίτᾱς
     κλητική ! ὁπλῖτ ὁπλῖται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὁπλίτ
γεν-δοτ τοῖν  ὁπλίταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Στον Άρειο Πάγο, ὁπλίτης.

Ετυμολογία

ὁπλίτης, ήδη στον Αισχύλο, 6ος/5ος αιώνας < ὅπλ(ον) + -ίτης

Ουσιαστικό

ὁπλίτης αρσενικό

  1. (στρατιωτικός όρος) βαριά οπλισμένος πεζός
  2. (σε επιθετική λειτουργία) (θηλυκό ὁπλῖτις)
    ἀνὴρ ὁπλίτης, ὁπλίτης δρόμος, ὁπλίτης στρατός, ὁπλίτης κόσμος (η πανοπλία)
      6ος/5ος αιώνας πκε - Αισχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας στίχος 466 (465-467) @greek-language-gr Μετάφραση: Γιάννης Γρυπάρης
    ἐσχημάτισται δ᾽ ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπον·
    ἀνὴρ [δ᾽] ὁπλίτης κλίμακος προσαμβάσεις
    στείχει πρὸς ἐχθρῶν πύργον, ἐκπέρσαι θέλων
    Κι η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδι,
    έναν οπλίτη που ανεβαίνει σκάλα επάνω
    σε πύργο εχθρών μ᾽ απόφαση για να τον πάρει·

Συγγενικά

  • ἀνθοπλίτης
  • ὁπλιστής
  • ὁπλιταγωγός
  • ὁπλίτας (δωρικός τύπος)
  • ὁπλιτεία
  • ὁπλιτεύω
  • Ὁπλίτης
  • ὁπλιτικός
  • ὁπλῖτις
  • ὁπλιτοδρομέω
  • ὁπλιτοδρόμος
  • ὁπλιτοπάλης
  • πανοπλίτης

 και δείτε τη λέξη ὅπλον

  • γυμνῆτες
  • ἱππεῖς
  • πελαστής
  • ψιλοί

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.