ῥυθμικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ῥυθμικός | ἡ | ῥυθμική | τὸ | ῥυθμικόν |
| γενική | τοῦ | ῥυθμικοῦ | τῆς | ῥυθμικῆς | τοῦ | ῥυθμικοῦ |
| δοτική | τῷ | ῥυθμικῷ | τῇ | ῥυθμικῇ | τῷ | ῥυθμικῷ |
| αιτιατική | τὸν | ῥυθμικόν | τὴν | ῥυθμικήν | τὸ | ῥυθμικόν |
| κλητική ὦ! | ῥυθμικέ | ῥυθμική | ῥυθμικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ῥυθμικοί | αἱ | ῥυθμικαί | τὰ | ῥυθμικᾰ́ |
| γενική | τῶν | ῥυθμικῶν | τῶν | ῥυθμικῶν | τῶν | ῥυθμικῶν |
| δοτική | τοῖς | ῥυθμικοῖς | ταῖς | ῥυθμικαῖς | τοῖς | ῥυθμικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | ῥυθμικούς | τὰς | ῥυθμικᾱ́ς | τὰ | ῥυθμικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | ῥυθμικοί | ῥυθμικαί | ῥυθμικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ῥυθμικώ | τὼ | ῥυθμικᾱ́ | τὼ | ῥυθμικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | ῥυθμικοῖν | τοῖν | ῥυθμικαῖν | τοῖν | ῥυθμικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ῥυθμικός < ῥυθμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.