παραρρέω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παραρρέω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

παραρρέω ρέω κοντά σε κάτι

Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

παραρρέω < παρα- + ῥέω

Ρήμα

παραρρέω

  1. ρέω δίπλα σε κάτι
    ἐς τὸν Τίγρην ποταμὸν παραρρέοντα τὴν Νίνον
  2. αμελώ, αποφεύγω, ξεφεύγω, περνώ απαρατήρητος, δεν μου δίνουν σημασία, παρεισφρέω, τρυπώνω, ξεγλυστρώ μέσα σε κάτι
      τὸ θῆλυ, διὰ τὸ ἀσθενές... δύστακτον ὂν ἀφείθη. διὰ δὲ τούτου μεθειμένου πολλὰ ὑμῖν παρέρρει, πολὺ ἄμεινον ἂν ἔχοντα, εἰ... : το γυναικείο φύλο, για την αδυναμία του... αφέθηκε στην αρρύθμιστη αταξία του (από το νομοθέτη). Αφήνοντάς το χαλαρό, σας ξέφυγαν πολλά που θα ήταν πολύ καλύτερα αν...(Πλάτωνας, Νόμοι, βιβλίο ΣΤ 781α)
    εἴ τι ἐν τῷ τῆς ποιήσεως δρόμῳ παραρρυὲν λάθῃ
    ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἕτεροί γε λόγοι παρερρυήκασι πρὸς ὑμᾶς ψευδεῖς
  3. παρεκκλίνω,
    παραρρέει τῶν φρενῶν (χάνει τη λογική του)
  4. πέφτω, απομακρύνομαι γλιστρώντας, ξεγλιστρώ προς τα έξω,
    ἡ χιὼν ἐπιπεπτωκυῖα ὅτῳ μὴ παραρρυείη : το χιόνι που είχε πέσει εάν δεν είχε γλιστρήσει από πάνω τους

Συγγενικά

  • παραρρέων
  • παραρροή
  • παράρροος

και τα ρήματα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.