Στρυμών

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
Στρῡμων-, Στρῡμον-
ονομαστική Στρυμών
      γενική τοῦ Στρυμόνος
      δοτική τῷ Στρυμόν
    αιτιατική τὸν Στρυμόν
     κλητική ! Στρυμών
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Στρυμών (< θρακικά ) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *srew- (ρέω)

Κύριο όνομα

Στρυμών, -όνος αρσενικό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.