περιρρέω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- περιρρέω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περιρρέω < περί + ῥέω. Συγχρονικά αναλύεται σε περι- + ρέω με διπλασιασμό ρρ
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.ɾiˈɾe.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ριρ‐ρέ‐ω
Ρήμα
περιρρέω, πρτ.: περιέρρεα, αόρ.: (περιέρρευσα), παθ.φωνή: περιρρέομαι
- ρέω, κυλώ γύρω γύρω
- (μεταφορικά) διαπερνώ, χαρακτηρίζω, είμαι διάχυτος, επιδρώ έντονα σε κάτι επηρεάζοντάς το
- στην έκφραση: περιρρέουσα ατμόσφαιρα
Συγγενικά
- περιρρέων αρσενικό), περιρρέουσα (θηλυκό), περιρρέον (ουδέτερο)
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
περιρρέω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.