ῥευματικός

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ῥευματικός < ῥεῦμα

Ουσιαστικό

ῥευματικός

  1. ο σχετικός με μια έκκριση
  2. σχετικός με νόσημα που έχει εκκρίσεις

Συγγενικά

  • ῥεῦμα
  • ῥευματόω
  • ῥευστός
  •  και δείτε τη λέξη ῥέω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.