προσρέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

προσρέω < πρός + ῥέω

Ρήμα

προσρέω

  1. συρρέω, συναθροίζομαι, κατευθύνομαι σαν παραπόταμος σε ένα κεντρικό ποταμό
    • ἐκ τοῦ ἄστεος στασιῶται ἀπίκοντο ἄλλοι τε ἐκ τῶν δήμων προσέρρεον, τοῖσι ἡ τυραννὶς πρὸ ἐλευθερίης ἦν ἀσπαστότερον : κατέφθαναν οπαδοί της φατρίας από την πόλη και συνέρεαν κι άλλοι από τις γύρω περιοχές, (άτομα) που η τυραννία τους ήταν πιο αγαπητή από την ελευθερία (Ηρόδοτος, Κλειώ 62 ή 1.62)
  2. πλησιάζω μαζί με άλλους σε κάτι έρποντας, στα κλεφτά, με αρνητική χροιά για εκείνον που πλησιάζει
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.