ῥύομαι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ῥύομαι < ῥύ- από ρίζα Fρυ-  δείτε τη λέξη ἐρύω

Ρήμα

ῥύομαι

  1. σέρνω προς το μέρος μου, φέρνω κάποιον σε σημείο όπου δεν κινδυνεύει, τον σώνω
  2. θεραπεύω, γιατρεύω
  3. λυτρώνω
  4. προφυλάσσω, προστατεύω, υπερασπίζομαι
  5. αποκρούω, αναχαιτίζω], εμποδίζω

  • ἔρυμαι
  • ἐρύομαι

Κλίση

  • λείπει η κλίση
  • δόκιμοι θεωρούνται ο μέσος μέλλων ῥύσομαι, ο μέσος αόριστος ἐρρυσάμην και ο παθητικός β' αόριστος ἐρύμην (οι άλλοι μεταγενέστεροι.) Αντί του θεωρητικά ενεργητικού ῥύω (που δεν φαίνεται να απαντά), απαντά το ἐρύω)

Συγγενικά

  • [[[ῥύσκομαι]]
  • ῥυῶ

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.