συρρέω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συρρέω < αρχαία ελληνική συρρέω < σύν + ῥέω

Ρήμα

συρρέω

  • ρέω ή κινούμαι από διάφορες κατευθύνσεις και συγκεντρώνομαι σε ένα μέρος

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.