συρρέω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συρρέω < αρχαία ελληνική συρρέω < σύν + ῥέω
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συρρέω | συνέρρεα | θα συρρέω | να συρρέω | συρρέοντας | |
| β' ενικ. | συρρέεις | συνέρρεες | θα συρρέεις | να συρρέεις | σύρρεε | |
| γ' ενικ. | συρρέει | συνέρρεε | θα συρρέει | να συρρέει | ||
| α' πληθ. | συρρέουμε | συρρέαμε | θα συρρέουμε | να συρρέουμε | ||
| β' πληθ. | συρρέετε | συρρέατε | θα συρρέετε | να συρρέετε | συρρέετε | |
| γ' πληθ. | συρρέουν(ε) | συνέρρεαν συρρέαν(ε) |
θα συρρέουν(ε) | να συρρέουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συνέρευσα | θα συρεύσω | να συρεύσω | συρεύσει | ||
| β' ενικ. | συνέρευσες | θα συρεύσεις | να συρεύσεις | σύρευσε | ||
| γ' ενικ. | συνέρευσε | θα συρεύσει | να συρεύσει | |||
| α' πληθ. | συρεύσαμε | θα συρεύσουμε | να συρεύσουμε | |||
| β' πληθ. | συρεύσατε | θα συρεύσετε | να συρεύσετε | συρεύστε | ||
| γ' πληθ. | συνέρευσαν συρεύσαν(ε) |
θα συρεύσουν(ε) | να συρεύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω συρεύσει | είχα συρεύσει | θα έχω συρεύσει | να έχω συρεύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις συρεύσει | είχες συρεύσει | θα έχεις συρεύσει | να έχεις συρεύσει | έχε συρρευμένο | |
| γ' ενικ. | έχει συρεύσει | είχε συρεύσει | θα έχει συρεύσει | να έχει συρεύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε συρεύσει | είχαμε συρεύσει | θα έχουμε συρεύσει | να έχουμε συρεύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε συρεύσει | είχατε συρεύσει | θα έχετε συρεύσει | να έχετε συρεύσει | έχετε συρρευμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν συρεύσει | είχαν συρεύσει | θα έχουν συρεύσει | να έχουν συρεύσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) συρρευμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) συρρευμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) συρρευμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) συρρευμένο | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.