ῥῦσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ῥῦσῐς | αἱ | ῥύσεις | ||||
| γενική | τῆς | ῥύσεως | τῶν | ῥύσεων | ||||
| δοτική | τῇ | ῥύσει | ταῖς | ῥύσεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | ῥῦσῐν | τὰς | ῥύσεις | ||||
| κλητική ὦ! | ῥῦσῐ | ῥύσεις | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ῥύσει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ῥυσέοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ῥῦσις < ῥύομαι ή ἐρύω (και τα δύο εμπεριέχουν την έννοια του λυτρώνω) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
ῥῦσις θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) σωτηρία, απελευθέρωση (για την απελευθέρωση που φέρνει ο θάνατος ή για τη λύτρωση από τον καθαρμό της ψυχής εν ζωή)
Σημειώσεις
Πηγές
- ῥῦσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.