διαρρέω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διαρρέω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαρρέω < διά + ῥέω Συχρονικά αναλύεται σε δια- + ρέω. Δείτε και ρρ.
μεταφορική σημασία για χρόνο, γνωστοποίηση < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική leak
μεταφορική σημασία 'απομακρύνομαι' < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική écouler[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ði̯aˈɾe.o/ & /ðʝaˈɾe.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διαρρέω

Ρήμα

διαρρέω, αόρ.: διέρρευσα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (για υγρά) ρέω / βγαίνω έξω από κάποιο κλειστό χώρο όπου ήμουν
     συνώνυμα: χύνομαι
  2. (λόγιο, για ποταμό, ρυάκι κ.λπ.) ρέω ανάμεσα, περνώ από κάπου
  3. (μεταφορικά, για χρόνο) περνώ
  4. (μεταφορικά) γίνομαι γνωστός, γνωστοποιούμαι
    Διέρρευσαν απόρρητα αρχεία της CIA στο Wikileaks (*topontiki.gr)
  5. (ως μεταβατικό νεολογισμός) φανερώνω, γνωστοποιώ
      Μάλιστα, τις τελευταίες ημέρες διαρρέουν από το περιβάλλον του ότι πιθανώς δεν θα συμμετάσχει στην επικείμενη αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΠΑΕ, κάτι το οποίο όμως δεν επιβεβαιώνεται ούτε διαψεύδεται από τον ίδιο. (* εφημερίδα Το Βήμα)
  6. (μεταφορικά, για πρόσωπα) απομακρύνομαι, παύω να ανήκω
    οι οπαδοί διαρρέουν προς την αντίπαλη ομάδα

Συγγενικά

 δείτε τις λέξεις διά και ρέω

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

διαρρέω < δια- + ῥέω. Δείτε και ρρ.
  • ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.