περικαταρρέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

περικαταρρέω < περί + κατά + ῥέω

Ρήμα

περικαταρρέω

  1. γκρεμίζομαι σε ερείπια
    • καὶ τὰ τείχη περικαταρρέοντα
    • καθάπερ οἱ σπάλακες οὐδὲν ἄλλο ἢ ἐσθίοντες ἐν σκότῳ διαιτᾶσθε, περικαταρρέοντες τῇ φθορᾷ.


This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.