ῥυτός

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ῥυτός ῥυτή τὸ ῥυτόν
      γενική τοῦ ῥυτοῦ τῆς ῥυτῆς τοῦ ῥυτοῦ
      δοτική τῷ ῥυτ τῇ ῥυτ τῷ ῥυτ
    αιτιατική τὸν ῥυτόν τὴν ῥυτήν τὸ ῥυτόν
     κλητική ! ῥυτέ ῥυτή ῥυτόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ῥυτοί αἱ ῥυταί τὰ ῥυτᾰ́
      γενική τῶν ῥυτῶν τῶν ῥυτῶν τῶν ῥυτῶν
      δοτική τοῖς ῥυτοῖς ταῖς ῥυταῖς τοῖς ῥυτοῖς
    αιτιατική τοὺς ῥυτούς τὰς ῥυτᾱ́ς τὰ ῥυτᾰ́
     κλητική ! ῥυτοί ῥυταί ῥυτᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ῥυτώ τὼ ῥυτᾱ́ τὼ ῥυτώ
      γεν-δοτ τοῖν ῥυτοῖν τοῖν ῥυταῖν τοῖν ῥυτοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

  1. ῥυτός < ῥέω
  2. ῥυτός < ἐρύω

Επίθετο

ῥυτός, -ή, -όν

  1. που ρέει, που κυλάει
  2. (ουσιαστικοποιημένο) ῥυτόν: ρυτό

Επίθετο

ῥυτός, -ή, -όν

  1. που τον τραβούν, που τον σέρνουν
  2. (ουσιαστικοποιημένο) ῥυτά: τα χαλινάρια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.