ὕπατος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ὕπατος | ἡ | ὑπάτη & ὕπατος |
τὸ | ὕπατον |
| γενική | τοῦ | ὑπάτου | τῆς | ὑπάτης & ὑπάτου |
τοῦ | ὑπάτου |
| δοτική | τῷ | ὑπάτῳ | τῇ | ὑπάτῃ & ὑπάτῳ |
τῷ | ὑπάτῳ |
| αιτιατική | τὸν | ὕπατον | τὴν | ὑπάτην & ὕπατον |
τὸ | ὕπατον |
| κλητική ὦ! | ὕπατε | ὑπάτη & ὕπατε |
ὕπατον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ὕπατοι | αἱ | ὕπαται & ὕπατοι |
τὰ | ὕπατᾰ |
| γενική | τῶν | ὑπάτων | τῶν | ὑπάτων & ὑπάτων |
τῶν | ὑπάτων |
| δοτική | τοῖς | ὑπάτοις | ταῖς | ὑπάταις & ὑπάτοις |
τοῖς | ὑπάτοις |
| αιτιατική | τοὺς | ὑπάτους | τὰς | ὑπάτᾱς & ὑπάτους |
τὰ | ὕπατᾰ |
| κλητική ὦ! | ὕπατοι | ὕπαται & ὕπατοι |
ὕπατᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑπάτω | τὼ | ὑπάτᾱ & ὑπάτω |
τὼ | ὑπάτω |
| γεν-δοτ | τοῖν | ὑπάτοιν | τοῖν | ὑπάταιν & ὑπάτοιν |
τοῖν | ὑπάτοιν |
| Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ὕπατος' όπως «ὕπατος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Επίθετο
ὕπατος, -η/-ος, -ον
- ανώτατος, υπέρτατος, ύψιστος
- (στον πληθυντικό) ὕπατοι: οι θεοί του επάνω κόσμου
- συνώνυμο του εξοχώτατος (εξοχότατος)
- (τοπικά) που βρίσκεται στο επάνω μέρος
- (χρονικά) τελευταίος, έσχατος
- → δείτε και τη λατινική supremus
- που έχει την καλύτερη ποιότητα, άριστος
- (ουσιαστικοποιημένο) ὑπάτη (εννοείται χορδή)με το μεγαλύτερο μήκος αλλά τονικά χαμηλότερη στους μουσικούς τρόπους
- → δείτε και τις λέξεις παρυπάτη, μέση και νεάτη
Αναφορές
- ύπατος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ὕπατος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὕπατος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.