υπατεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπατεία | οι | υπατείες |
| γενική | της | υπατείας | των | υπατειών |
| αιτιατική | την | υπατεία | τις | υπατείες |
| κλητική | υπατεία | υπατείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπατεία < (ελληνιστική κοινή) ὑπατεία / ὑπατία < αρχαία ελληνική ὕπατος < ὑπό < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *upo (υπό)
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.paˈti.a/
Ουσιαστικό
υπατεία θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.