χθόνιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χθόνιος η χθόνια το χθόνιο
      γενική του χθόνιου της χθόνιας του χθόνιου
    αιτιατική τον χθόνιο τη χθόνια το χθόνιο
     κλητική χθόνιε χθόνια χθόνιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χθόνιοι οι χθόνιες τα χθόνια
      γενική των χθόνιων των χθόνιων των χθόνιων
    αιτιατική τους χθόνιους τις χθόνιες τα χθόνια
     κλητική χθόνιοι χθόνιες χθόνια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χθόνιος < αρχαία ελληνική χθόνιος < χθων (γη)

Επίθετο

χθόνιος -α -ο

  • αυτός που ανήκει στη γη, που βρίσκεται ή κατοικεί μέσα στη γη ή κάτω από αυτή
  • ο σχετικός με τον κάτω κόσμο
χθόνιοι δαίμονες

Συγγενικά

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.