ύπατος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ύπατος | η | ύπατη | το | ύπατο |
| γενική | του | ύπατου | της | ύπατης | του | ύπατου |
| αιτιατική | τον | ύπατο | την | ύπατη | το | ύπατο |
| κλητική | ύπατε | ύπατη | ύπατο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ύπατοι | οι | ύπατες | τα | ύπατα |
| γενική | των | ύπατων | των | ύπατων | των | ύπατων |
| αιτιατική | τους | ύπατους | τις | ύπατες | τα | ύπατα |
| κλητική | ύπατοι | ύπατες | ύπατα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ύπατος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὕπατος (ανώτατος, ύψιστος). Η σημασία του ουσιαστικοποιημένου για το ρωμαϊκό αξίωμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὕπατος (εννοείται στρατηγός) < απόδοση για τη λατινική consul[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈi.pa.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ύ‐πα‐τος
Επίθετο
ύπατος, -η, -ο
- (λόγιο) πολύ σημαντικός, ανώτατος
- ↪ ύπατα αξιώματα
- ↪ η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες
Συγγενικά
- παρυπάτη (βαθμίδα αρχαίου μουσικού τρόπου)
- υπάτη (βαθμίδα αρχαίου μουσικού τρόπου)
Μεταφράσεις
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ύπατος | οι | ύπατοι |
| γενική | του | ύπατου & υπάτου |
των | ύπατων & υπάτων |
| αιτιατική | τον | ύπατο | τους | ύπατους & υπάτους |
| κλητική | ύπατε | ύπατοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
ύπατος αρσενικό
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.