εἰσαφίημι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  εἰσαφίημι   εἰσαφίεμαι 
Παρατατικός  εἰσαφίην   εἰσαφιέμην 
Μέλλοντας  εἰσαφήσω   εἰσαφήσομαι & εἰσαφεθήσομαι 
Αόριστος  εἰσαφῆκα   εἰσαφηκάμην & εἰσαφείμην & εἰσαφείθην 
Παρακείμενος  εἰσαφεῖκα   εἰσαφεῖμαι 
Υπερσυντέλικος  εἰσαφείκειν   εἰσαφείμην 
Συντελ.Μέλλ.  -   - 

Ετυμολογία

εἰσαφίημι <  δείτε τις λέξεις εἰς και ἀφίημι

Ρήμα

εἰσαφίημι

  1. στέλνω μέσα
  2. αφήνω να εισέλθει

Κλίση

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.