λαχταρώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λαχταρώ < μεσαιωνική ελληνική λακταρῶ < λακτάρα

Ρήμα

λαχταρώ

  1. (μεταβατικό) επιθυμώ πολύ κάτι ή να δω κάποιον
    θα σου δώσω ό,τι λαχταράει η καρδιά σου
  2. (αμετάβατο) τρομάζω, φοβάμαι για κάποιον
    λαχτάρησα όταν τον είδα μες στα αίματα
  3. (μεταβατικό) τρομάζω κάποιον, τον κάνω να φοβηθεί για μένα
    μας λαχτάρησες με το τηλεφώνημά σου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.