εἶμι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

εἶμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁ey- (εἶμι, πηγαίνω). Συγγενικά: μυκηναϊκή διάλεκτος 𐀂𐀍𐀳 (i-jo-te), λατινικά eo, σανσκριτικά एति (éti), χεττιτικά 𒄿𒄿𒀀𒋫𒋫 (iyatta), αρχαία περσικά 𐎠𐎡𐎫𐎡𐎹 (aitiy), αρχαία εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα ити (iti)

Ρήμα

εἶμι

  1. πηγαίνω
  2. έρχομαι
  3. επιβιβάζομαι
  4. πετώ (για πουλιά)

Συγγενικά

Κλίση

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.