ἀνίημι
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
ἀνίημι
- στέλνω προς τα πάνω, αναπέμπω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 568 (566-568)
- οὐ νιφετός, οὔτ᾽ ἂρ χειμὼν πολὺς οὔτε ποτ᾽ ὄμβρος,
ἀλλ᾽ αἰεὶ ζεφύροιο λιγὺ πνείοντος ἀήτας
Ὠκεανὸς ἀνίησιν ἀναψύχειν ἀνθρώπους,- Χιόνι δεν πέφτει, μήτε βαρύς χειμώνας με νεροποντές· / αδιάκοπα τις ξάστερες πνοές του ζέφυρου ο Ωκεανός / σηκώνει, και τη δροσιά χαρίζει στους ανθρώπους
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- οὐ νιφετός, οὔτ᾽ ἂρ χειμὼν πολὺς οὔτε ποτ᾽ ὄμβρος,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 568 (566-568)
- βγάζω από το στομάχι μου, κάνω εμετό
- ξεφυτρώνω
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Κρατύλοςw, 403a @perseus.tufts.edu
- ἐκ γῆς κάτωθεν ἀνίεται ὁ πλοῦτος
- (για τους καρπούς)
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Κρατύλοςw, 403a @perseus.tufts.edu
- ξυπνάω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 71 , ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 7 (η. Ὀδυσσέως εἴσοδος πρὸς Ἀλκίνουν.), στίχ. 289
- ἐμὲ δὲ γλυκὺς ὕπνος ἀνῆκεν ([και μετά ξύπνησα], ο γλυκός ύπνος με άφησε)
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 71 , ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 7 (η. Ὀδυσσέως εἴσοδος πρὸς Ἀλκίνουν.), στίχ. 289
- επιτρέπω, χαρίζομαι,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 2, 3
- εἰ ἀνήσομεν ἄνδρα τὸν φανερῶς τὴν ὀλιγαρχίαν λυμαινόμενον
- ότι δεν θα μας επιτρέψουν ν᾽ αφήσουμε ελεύθερο έναν άνθρωπο που βλάπτει ολοφάνερα την ολιγαρχία.
- Μετάφραση (2012, 1η:1966): Ρόδης Ρούφος. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
- αν θα χαριστούμε σε κάποιο που τόσο φανερά βλάπτει την ολιγρχία
- ότι δεν θα μας επιτρέψουν ν᾽ αφήσουμε ελεύθερο έναν άνθρωπο που βλάπτει ολοφάνερα την ολιγαρχία.
- εἰ ἀνήσομεν ἄνδρα τὸν φανερῶς τὴν ὀλιγαρχίαν λυμαινόμενον
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 2, 3
- αφήνω, παρατάω, αφήνω ήσυχο κάποιον
- ↪ τὰ μικρὰ εἰς τύχην ἀνείς
- ↪ ἀνίει μωρίας, τῆς ὀργῆς, φιλονικίας (αφήνω τις βλακείες, κόβω τις ανοησίες, αφήνω το θυμό, τους καβγάδες)
- ↪ ἄνετέ μ᾽ ἄνετε (αφήστε με ήσυχο!)
- χαλαρώνω χορδή, δεσμά, λύνω, ανοίγω, ελευθερώνω
- ↪ ἁρμονίαι ἀνειμέναι
- ↪ δεσμά τ᾽ ἀνεῖσαι, πύλας ἄνεσαν, πύλαι ἀνειμέναι
- εξαπολύω, ξαμολάω
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κυνηγετικός, 7.7 @perseus.tufts.edu
- καὶ ἐπειδὰν ὁ λαγῶς εὑρίσκηται, ἐὰν μὲν καλαὶ ὦσι πρὸς τὸν δρόμον (τὰς σκύλακας) μὴ ἀνιέναι εὐθύς
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κυνηγετικός, 7.7 @perseus.tufts.edu
- αμελώ
Εκφράσεις
Πηγές
- ἀνίημι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀνίημι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.