ἦχος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ἦχος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἦχος
Ουσιαστικό
ἦχος αρσενικό
- ἠχός
Πηγές
- ἦχος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἦχος | οἱ | ἦχοι |
| γενική | τοῦ | ἤχου | τῶν | ἤχων |
| δοτική | τῷ | ἤχῳ | τοῖς | ἤχοις |
| αιτιατική | τὸν | ἦχον | τοὺς | ἤχους |
| κλητική ὦ! | ἦχε | ἦχοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἤχω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἤχοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἦχος < παράλληλος τύπος του ἠχή, όπως και η ἠχώ, προέλευσης από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή . Συγγενή: ἰάχω
Ουσιαστικό
ἦχος αρσενικό άλλη μορφή του ἠχή
- θόρυβος, ήχος
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ψευδοαριστοτέλης, Ἐκ τοῦ περὶ ἀκουστῶν / Περὶ ἀκουστῶνw, 31 @scaife.perseus
- Ἀπὸ δὲ τῶν ἄλλων ὀργάνων οἱ τῶν κεράτων ἦχοί πυκνοὶ καὶ συνεχεῖς πρὸς τὸν ἀέρα προσπίπτοντες ποιοῦσι τὰς φωνὰς ἀμαυράς·
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Περὶ θαυμασίων ἀκουσμάτων, 99.1 @scaife.perseus
- Ἐν τῇ τῶν Ὀρχομενίων πόλει τῇ ἐν Βοιωτοῖς φανῆναί φασιν ἀλώπεκα, ἣν κυνὸς διώκοντος εἰσδῦναι εἴς τινα ὑπόνομον, καὶ τὸν κύνα συνεισδῦναι αὐτῇ, καὶ ὑλακτοῦντα ἦχον μέγαν ποιεῖν ὡσανεὶ εὐρυχωρίας τινὸς ὑπαρχούσης αὐτῷ·
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ψευδοαριστοτέλης, Ἐκ τοῦ περὶ ἀκουστῶν / Περὶ ἀκουστῶνw, 31 @scaife.perseus
- ηχώ, αντίλαλος, αντήχηση
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Προβλήματα (αμφίβολο)w, Ὅσα περὶ φωνῆς, 11.8 @scaife.perseus
- Διὰ τί, ἐάν τις πίθον καὶ κεράμια κενὰ κατορύξῃ καὶ πωμάσῃ, μᾶλλον ἠχεῖ τὰ οἰκήματα, καὶ ἐὰν φρέαρ ἢ λάκκος ᾖ ἐν τῇ οἰκίᾳ; 〈ἢ〉 ὅτι ἐπεὶ ἀνάκλασις ἡ ἠχώ, δεῖ περιειλημμένον ἀθρόον εἶναι τὸν ἀέρα, καὶ ἔχειν πρὸς ὃ ἀνακλασθήσεται, προσπῖπτον πυκνὸν καὶ λεῖον; οὕτω γὰρ μάλιστα ἦχος γίνεται.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Προβλήματα (αμφίβολο)w, Ὅσα περὶ φωνῆς, 11.8 @scaife.perseus
- (ιατρική) βόμβος μέσα στ' αφτιά που νοιώθουν οι ασθενείς
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ ἱερῆς νούσου [ιεράς νόσου], (De morbo sacro), 5 , @scaife.perseus
- ἢν δὲ πλέονα ῥυῇ ἀπὸ παντὸς τοῦ ἐγκεφάλου καὶ ἀπότηξις πολλὴ γένηται, νοσώδεά τε τὴν κεφαλὴν ἕξει αὐξόμενος καὶ ἤχου πλέην,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ ἱερῆς νούσου [ιεράς νόσου], (De morbo sacro), 5 , @scaife.perseus
- (γραμματική) δασεία ή λεπτή πνοή κατά την εκφώνηση ορισμένων συμφώνων
- μελωδία του τραγουδιού ή του μουσικού οργάνου
Σύνθετα
Πηγές
- ἦχος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἦχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.