ἠχώ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ἠχω-, ἠχο-
ονομαστική ἠχώ
      γενική τῆς ἠχοῦς
      δοτική τῇ ἠχοῖ
    αιτιατική τὴν ἠχώ
     κλητική ! ἠχοῖ
3η κλίση, ομάδα 'ἠχώ', Κατηγορία 'ἠχώ' όπως «ἠχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἠχώ < ἦχος, ἠχή

Ουσιαστικό

ἠχώ θηλυκό

  1. ηχώ, αντήχηση, ήχος από αντανάκλαση
  2. παρατεταμένος ήχος

  • δωρικός τύπος: ἀχώ

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.