αντήχηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντήχηση οι αντηχήσεις
      γενική της αντήχησης* των αντηχήσεων
    αιτιατική την αντήχηση τις αντηχήσεις
     κλητική αντήχηση αντηχήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντηχήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντήχηση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

αντήχηση θηλυκό

  • το αποτέλεσμα από τις ανακλάσεις του ήχου σε ένα χώρο, στον οποίο η απόσταση των επιφανειών στις οποίες ανακλάται ο ήχος είναι μικρότερη από αυτήν που θα προκαλούσε ηχώ (17 m)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.