πνοή
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πνοή < αρχαία ελληνική πνοή
Προφορά
- ΔΦΑ : /pnoˈi/
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πνοή | οι | πνοές |
| γενική | της | πνοής | των | πνοών |
| αιτιατική | την | πνοή | τις | πνοές |
| κλητική | πνοή | πνοές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
πνοή θηλυκό
- η ανάσα, αναπνοή
- το φύσημα αέρα
- ※ Αν πετύχουν, ο αγέρας γίνεται πνοή, πνεύμα, και «όπου θέλει πνει». Αν αποτύχουν, ήταν αέρας κοπανιστός. (Βασίλης Κατσικονούρης, Η ρωγμή των 7:45 μ.μ., εκδόσεις Καστανιώτη, 2016)
- (μεταφορικά) κίνητρο έμπνευσης, ζωής, δύναμης
- η μείωση του ΦΠΑ έδωσε πνοή στην οικονομία της χώρας
Εκφράσεις
- μέχρι τελευταίας πνοής : μέχρι θανάτου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.