βόμβος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βόμβος | οι | βόμβοι |
| γενική | του | βόμβου | των | βόμβων |
| αιτιατική | τον | βόμβο | τους | βόμβους |
| κλητική | βόμβε | βόμβοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βόμβος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βόμβος, ηχομιμητική λέξη που προφερόταν /ˈbombos/
Ουσιαστικό
βόμβος αρσενικό
Μεταφράσεις
βόμβος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | βόμβος | οἱ | βόμβοι |
| γενική | τοῦ | βόμβου | τῶν | βόμβων |
| δοτική | τῷ | βόμβῳ | τοῖς | βόμβοις |
| αιτιατική | τὸν | βόμβον | τοὺς | βόμβους |
| κλητική ὦ! | βόμβε | βόμβοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βόμβω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | βόμβοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Συγγενικά
- βομβέω
- βομβήεις
- βόμβον
- βομβυλιός
- και δείτε Λέξεις με -βομβ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Απόγονοι
βόμβος (αρχαία ελληνικά)
Αναφορές
- βόμβος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- βόμβος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βόμβος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.