ὀκτάηχος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ουσιαστικό
ὀκτάηχος θηλυκό
- (βυζαντινή μουσική, χριστιανισμός) λειτουργικό βιβλίο με οκτώ αναστάσιμες ακολουθίες, μία για τον κάθε ήχο της βυζαντινής μουσικής
- άλλες μορφές: ὀκτώηχος
Συνώνυμα
- ὀκταηχόπουλον, ὀκτωηχόπουλον
Κλιτικοί τύποι
- ὀκτάηχον (αιτιατική ενικού)
Πηγές
- οκτάηχος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.