ἐξάγω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
ἐξάγω
- οδηγώ προς τα έξω
- (λέγεται για πρόσωπα) φέρνω ή βγάζω έξω από ένα μέρος
- (λέγεται για πρόσωπα) φέρνω στον κόσμο
- (λέγεται για πρόσωπα) οδηγώ κάποιον προς εκτέλεση, θανάτωση
- οδεύω, βηματίζω, προχωρώ σε πορεία
- εξέρχομαι, βγαίνω έξω
- διώχνω κάποιον από ιδιοκτησία για την οποία εγείρει αξιώσεις
- (λέγεται για εμπορεύματα) εξάγω
- τραβώ, αντλώ νερό
- (λέγεται για οικοδομή) τραβώ προς τα έξω, επεκτείνω
- διεγείρω, προκαλώ
- δείχνω το δρόμο, οδηγώ, παρασύρω, συναρπάζω
- (και με αρνητική σημασία) παρακινώ, θέτω σε πειρασμό, προκαλώ, δελεάζω
- (στον παθητικό τύπο) παρακινούμαι να κάνω κάτι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.