ἀγών

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀγών οἱ ἀγῶνες
      γενική τοῦ ἀγῶνος τῶν ἀγώνων
      δοτική τῷ ἀγῶν τοῖς ἀγῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ἀγῶν τοὺς ἀγῶνᾰς
     κλητική ! ἀγών ἀγῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀγῶνε
γεν-δοτ τοῖν  ἀγώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀγών < ἄγ(ω) + -ών

Ουσιαστικό

ἀγών, -ῶνος αρσενικό

  1. συγκέντρωση, συνέλευση
     συνώνυμα: ἀγορά
  2. συγκέντρωση για την παρακολούθηση αθλητικών αγώνων
  3. ο τόπος όπου γίνεται ένας αθλητικός αγώνας
  4. αθλητικός αγώνας για την απόκτηση ενός βραβείου
  5. δικαστικός αγώνας
  6. οποιοσδήποτε αγώνας, μάχη, διαγωνισμός

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.