ἄγομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρηματικός τύπος
ἄγομαι
- μέσες και παθητικές σημασίες του ἄγ
- οδηγούμαι
- ↪ κόλπος γῆς ἄγεται (σχηματίζεται λωρίδα γης)
- παιρνω μαζί μου, το κάνω δικό μου
- ↪χρυσόν τε καὶ ἄργυρον οἴκαδ᾽ ἄγεσθαι
- οδηγούμαι
- παντρεύομαι
- ↪ ἄγεσθαι γυναῖκα
- αναλαμβάνω
- ↪ ἄγεσθαί τι ἐς χεῖρας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.