εἰσάγω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

εἰσάγω < εἰς + ἄγω

Ρήμα

εἰσάγω

  1. οδηγώ κάποιον στο εσωτερικό (πχ ενός σπιτιού)
  2. συστήνω κάποιον σε κάποιους, φέρνω κάποιον σε μια ένωση προσώπων, φρατρία ή συνωμοσία
  3. εισάγω (εμπορεύματα)
  4. εισάγω (φέρνω σε έναν τόπο νέες συνήθειες)
  5. (νομικός όρος) φέρνω μια υπόθεση στη δικαιοσύνη, διώκω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.