ὑπάγγελος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ὑπάγγελος τὸ ὑπάγγελον οἱ, αἱ ὑπάγγελοι τὰ ὑπάγγελα
Γενική τοῦ, τῆς ὑπαγγέλου τοῦ ὑπαγγέλου τῶν ὑπαγγέλων τῶν ὑπαγγέλων
Δοτική τῷ, τῇ ὑπαγγέλῳ τῷ ὑπαγγέλῳ τοῖς, ταῖς ὑπαγγέλοις τοῖς ὑπαγγέλοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ὑπάγγελον τὸ ὑπάγγελον τοὺς, τὰς ὑπαγγέλους τὰ ὑπάγγελα
Κλητική ὑπάγγελε ὑπάγγελον ὑπάγγελοι ὑπάγγελα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ὑπαγγέλω
Γενική-Δοτική ὑπαγγέλοιν

Ετυμολογία

ὑπάγγελος ὑπ- + -άγγελος (ὑπό + ἄγγελος)

Επίθετο

ὑπάγγελος,ος (χωρίς ουδέτερο)
  1. που έχει ειδοποιηθεί από αγγελιοφόρο
  2. που τον έχουν προσκαλέσει, δεν πήγε κάπου απρόσκλητος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.