ἀγγελιώτης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀγγελιώτης οἱ ἀγγελιῶται
      γενική τοῦ ἀγγελιώτου τῶν ἀγγελιωτῶν
      δοτική τῷ ἀγγελιώτ τοῖς ἀγγελιώταις
    αιτιατική τὸν ἀγγελιώτην τοὺς ἀγγελιώτᾱς
     κλητική ! ἀγγελιῶτ ἀγγελιῶται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀγγελιώτ
γεν-δοτ τοῖν  ἀγγελιώταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀγγελιώτης < ἀγγελί(α) + -ώτης  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

ἀγγελιώτης αρσενικό (θηλυκό ἀγγελιῶτις)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.