διάγγελος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διάγγελος οι διάγγελοι
      γενική του διάγγελου
& διαγγέλου
των διάγγελων
& διαγγέλων
    αιτιατική τον διάγγελο τους διάγγελους
& διαγγέλους
     κλητική διάγγελε διάγγελοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διάγγελος < αρχαία ελληνική διάγγελος < διά- + -άγγελος < ἀγγέλλω

Ουσιαστικό

διάγγελος αρσενικό

  1. (παρωχημένο) άλλη μορφή του διαγγελέας: αγγελιοφόρος
  2. (παρωχημένο) (ειδικότερα) αντιπρόσωπος ή διπλωματικός απεσταλμένος / αγγελιοφόρος του πάπα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.