ἀγγέλλω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἀγγέλλω < ἄγγελος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Συγγενικά
- ἄγγελμα
- ἀγγελτήριον
- ἀγγελτικός
- ἀγγελτήρ, ἀγγέλτρια
- ἀγγελία
- ἀγγελικός
- ἀγγελιώτης
- ἄγγελος
- ἀγγέλτειρα
Σύνθετα
- αυτεπαγγέλτως (αυτοβούλως)
- ἀπαγγέλλω
- καταγγέλλω
- εἰσαγγέλλω
- ἐπαγγέλλομαι
- παραγγέλλω
- ἐξαγγέλλω
- ἀναγγέλλω
- ἀνάγγελτος
- διαγγελτέον
- ἐπαγγέλλω
- κακάγγελτος
- νεάγγελτος
- περιαγγέλλω
- προαγγέλλω
- προσαγγέλλω
- συναγγέλλω
- ὑπάγγελτος
Κλίση
ἀγγέλλω - ενεργητικοί τύποι
| ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
ἀγγέλλομαι - μέσοι & παθητικοί τύποι
| ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Πηγές
- ἀγγέλλω - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἀγγέλλω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀγγέλλω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.