εὐάγγελος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / εὐάγγελος τὸ εὐάγγελον
      γενική τοῦ/τῆς εὐαγγέλου τοῦ εὐαγγέλου
      δοτική τῷ/τῇ εὐαγγέλ τῷ εὐαγγέλ
    αιτιατική τὸν/τὴν εὐάγγελον τὸ εὐάγγελον
     κλητική ! εὐάγγελε εὐάγγελον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ εὐάγγελοι τὰ εὐάγγελ
      γενική τῶν εὐαγγέλων τῶν εὐαγγέλων
      δοτική τοῖς/ταῖς εὐαγγέλοις τοῖς εὐαγγέλοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς εὐαγγέλους τὰ εὐάγγελ
     κλητική ! εὐάγγελοι εὐάγγελ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ εὐαγγέλω τὼ εὐαγγέλω
      γεν-δοτ τοῖν εὐαγγέλοιν τοῖν εὐαγγέλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εὐάγγελος < (εὖ) εὐ- + -άγγελος (ἄγγελος) [1]

Επίθετο

εὐάγγελος, -ος, -ον

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις εὖ και ἄγγελος

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.