εὐάγγελος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | εὐάγγελος | τὸ | εὐάγγελον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | εὐαγγέλου | τοῦ | εὐαγγέλου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | εὐαγγέλῳ | τῷ | εὐαγγέλῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | εὐάγγελον | τὸ | εὐάγγελον | ||
| κλητική ὦ! | εὐάγγελε | εὐάγγελον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | εὐάγγελοι | τὰ | εὐάγγελᾰ | ||
| γενική | τῶν | εὐαγγέλων | τῶν | εὐαγγέλων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | εὐαγγέλοις | τοῖς | εὐαγγέλοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | εὐαγγέλους | τὰ | εὐάγγελᾰ | ||
| κλητική ὦ! | εὐάγγελοι | εὐάγγελᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐαγγέλω | τὼ | εὐαγγέλω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | εὐαγγέλοιν | τοῖν | εὐαγγέλοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- εὐαγγελέω
- εὐαγγελία
- εὐαγγέλιον
- Εὐαγγέλιος
- εὐαγγελιστής
- εὐαγγελίζομαι
- Εὐάγγελος
- προευαγγελίζομαι
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- εὐάγγελος - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- εὐάγγελος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εὐάγγελος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.