ἱεράγγελος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἱεράγγελος τὸ ἱεράγγελον οἱ, αἱ ἱεράγγελοι τὰ ἱεράγγελα
Γενική τοῦ, τῆς ἱεραγγέλου τοῦ ἱεραγγέλου τῶν ἱεραγγέλων τῶν ἱεραγγέλων
Δοτική τῷ, τῇ ἱεραγγέλῳ τῷ ἱεραγγέλῳ τοῖς, ταῖς ἱεραγγέλοις τοῖς ἱεραγγέλοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἱεράγγελον τὸ ἱεράγγελον τοὺς, τὰς ἱεραγγέλους τὰ ἱεράγγελα
Κλητική ἱεράγγελε ἱεράγγελον ἱεράγγελοι ἱεράγγελα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἱεραγγέλω
Γενική-Δοτική ἱεραγγέλοιν

Ετυμολογία

ἱεράγγελος < ἱερ- + -άγγελος (ἱερόω + ἄγγελος)

Ουσιαστικό

ἱεράγγελος

  • αυτός που ανάγγελλε την έναρξη θρησκευτικής εορτής

Συνώνυμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.