αθανασία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αθανασία | οι | αθανασίες |
| γενική | της | αθανασίας | των | αθανασιών |
| αιτιατική | την | αθανασία | τις | αθανασίες |
| κλητική | αθανασία | αθανασίες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αθανασία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀθανασία < ἀθάνατος[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.θa.naˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐θα‐να‐σί‐α
Ουσιαστικό
αθανασία θηλυκό
- η ιδιότητα του να είναι κανείς αθάνατος
- ※ Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία. (Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική)
Μεταφράσεις
αθανασία
|
Αναφορές
- αθανασία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.